Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

αρκούμαι εις τα

  • 1 ολίγος

    η, ο[ν] немногий, недостаточный;

    ολίγο φαγητό — мало еды;

    ολίγα χρήματα — мало денег;

    ολίγος καιρός — мало времени;

    ολίγες ώρες — несколько часов;

    - о- ολίγον κατ' ολίγον — постепенно; — мало-помалу;

    παρ' ολίγον... — или ολίγου δείν... — едва..., чуть было не...;

    προ ολίγου недавно; только что;

    μετ ολίγον — несколько времени спустя; — вскоре;

    απ' ολίγο — понемногу;

    εν ολίγοις — или δι' ολίγων — вкратце; — коротко; — в нескольких словах;

    εντός ολίγου — за короткий срок;

    αρκούμαι εις τα ολίγα — довольствоваться малым

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ολίγος

См. также в других словарях:

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

  • περιορίζω — ΝΜΑ [ορίζω] 1. θέτω όρια γύρω από κάτι, περικλείω κάτι μέσα σε όρια (α. «περιορίζεται σε φραγμένο χώρο» β. «ἄνευ τοῡ περιορίζοντος» χωρίς όριο, χωρίς σύνορο, Πλούτ.) 2. θέτω όρια, βάζω φραγμούς σε κάτι, μετριάζω (α. «περιορίζω τα έξοδά μου» β.… …   Dictionary of Greek

  • χαίρω — ΝΜΑ, και μέσ. χαίρομαι Ν 1. αισθάνομαι χαρά, είμαι χαρούμενος (α. «χαίρω πολύ» β. «οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ», ΚΔ γ. «χαίρω δὲ καὶ αὐτὸς θυμῷ, ἐπεὶ δοκέω νικησέμεν Ἕκτορα δῑον», Ομ. Ιλ.) 2. (η προστ. β προσ. ενεστ.) χαίρε,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»